ωοτοκία — η 1. η γέννηση αβγών. 2. η ωορρηξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ᾠοτοκίας — ᾠοτοκίᾱς , ᾠοτοκία laying of eggs fem acc pl ᾠοτοκίᾱς , ᾠοτοκία laying of eggs fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠοτοκίαις — ᾠοτοκία laying of eggs fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρέτα καρέτα — (caretta caretta).Είδος θαλάσσιας χελώνας που ανήκει στην οικογένεια chelonidae όπως και το είδος Chelonia mydas. Τα δύο αυτά είδη μαζί με το είδος Dermochelys coriacea της οικογένειας dermochelyidae απαντώνται και στη Μεσόγειο θάλασσα. Η κ.κ.… … Dictionary of Greek
αβγομάνα — η 1. το γνήσιο ή τεχνητό αβγό που τοποθετείται στη φωλιά κότας για να τήν προσελκύει σε ωοτοκία 2. αβγοκουλούρα 3. μεγάλο αβγό … Dictionary of Greek
αετίτης — ο ή αετόπετρα, η σύγκριμα αργιλικού σιδηρομεταλλεύματος με μέγεθος περίπου καρυδιού, το οποίο οι αρχαίοι πίστευαν ότι παίρνει ο αετός στη φωλιά του για να διευκολύνει την ωοτοκία του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ελλ. ἀετίτης < αετός + ίτης] … Dictionary of Greek
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
ζωοτοκία — η (Α ζωοτοκία) [ζωοτόκος] ο τοκετός, η γέννηση ζωντανού όντος νεοελλ. 1. ζωολ. ο τρόπος αναπαραγωγής τών ζώων, κατά τον οποίο αυτά, αντί αβγών (ωοτοκία) γεννούν τέλεια νεογνά 2. βοτ. η βλάστηση τών σπερμάτων πριν από την απόσπασή τους από το… … Dictionary of Greek
κακάρισμα — το [κακαρίζω] 1. η κραυγή που βγάζει η κότα ιδίως μετά την ωοτοκία της 2. (για γυναίκες) θορυβώδης πολυλογία … Dictionary of Greek
μονοτρήματα — Μοναδική τάξη θηλαστικών χωρίς πλακούντα που αναπαράγονται με ωοτοκία. Στα ζώα αυτά, όπως και στα ερπετά και στα πουλιά, το πεπτικό έντερο και τα ουρογεννητικά όργανα εκβάλλουν σε μία κοινή κύστη, την αμάρα, που έχει ένα μόνο εξωτερικό άνοιγμα… … Dictionary of Greek